διοκνέω
titubear, dudar mucho, vacilar c. inf.
Περσαίου ... διοκνοῦντος εἰσαγαγεῖν (αὐλητρίδιον) πρὸς αὐτόνAntig. en Ath.607e, abs.
σιωπῶντας ... τοὺς ἄλλους καὶ διοκνοῦνταςPhld.Stoic.Hist.30.4.
Περσαίου ... διοκνοῦντος εἰσαγαγεῖν (αὐλητρίδιον) πρὸς αὐτόνAntig. en Ath.607e, abs.
σιωπῶντας ... τοὺς ἄλλους καὶ διοκνοῦνταςPhld.Stoic.Hist.30.4.