διοιστρέω
1 recorrer excitadamente, saltar por
θύννοι διοιστρήσοντι Γαδείρων δρόμονTheodorid.SHell.744 (cj., v. ap. crít.).
2 fig. excitar en v. pas.
τῆς εὐωδίας ... τοῦ οἴνου προσπεσούσης τοῖς ... Κενταύροις συνέβη διοιστρηθῆναι τούτουςD.S.4.12, cf. Philostr.VA 1.33,
ὑπὸ φθόνου καὶ λύσσηςEun.Hist.20.5.