διοικίζω
I
Μαντινέας δὲ διῴκισανIsoc.8.100,
τὰς πόλειςIsoc.5.43, cf. D.5.10, Plu.Cam.7,
τὸν ὄχλονArist.Pol.1311a14, cf. Harp.s.u. διοικιεῖν, c. ac. y prep.
ἐκ μιᾶς πόλεως εἰς πλείους αὐτοὺς διοικίσαντεςPlb.4.27.6,
αὐτοὺς κατὰ κώμας διῴκισεD.S.2.28, en v. pas.
διῳκίσθη δ' ἡ Μαντίνεια τετραχῇX.HG 5.2.7,
διῳκισμένοι κατὰ κώμαςdiseminados por aldeas D.19.81.
2 tard. separar, apartar
διῴκισεν ὁ θεὸς τοὺς βίουςSynes.Ep.41 p.65, c. ac. y gen. de separación
τὰ ὁμόφωνα τῶν ἀλλογλώττωνPh.1.242,
ἡ ἀφροσύνη ... τὴν ψυχὴν ... μακρὰν ὀρθοῦ λόγου διοικίζειPh.1.685, cf. 512, en v. pas.
διὰ τὴν ἀδικίαν διῳκίσθημεν ὑπὸ τοῦ θεοῦPl.Smp.193a.
II en v. med.
1 dispersarse, dividirse en c. prep.
κατὰ κώμαςX.HG 5.2.5,
ἐκ μιᾶς πόλεως ... εἰς πολλάςAmmon.Diff.344.
2 separarse
διῳκίσμεθα ... καὶ δύο πόλεις ἔχομεν, τὴν μὲν [μίαν] ὑπὸ πενίας ... ἀρχομένην, τὴν δ' ὑπὸ κόρουD.H.6.36
•apartarse de alguien, c. gen.
ταύτης (Ἱπποδαμείας) διῳκισμένουςLuc.Charid.19,
τῶν γονέωνPh.1.552, c. ἐκ y gen.
ὅτ' ἐκ Κολλυτοῦ διῳκίζετο εἰς τὴν Φαίδρου οἰκίανcuando se cambió del domicilio de Colito al de Fedro Lys.32.14.