διοικέω
• Morfología: [aor. opt. 3a plu. διοικέοισαν SIG 672.73 (Delfos II a.C.); v. pas. perf. δεδιῴκηται Macho 76, inf. δεδιῳκῆσθαι Phld.Rh.2.266, δεδιοικῆσθαι Cod.Iust.1.4.26 proem., part. neutr. plu. διῳκημένα Antiph.189.19, δεδιῳκημένα Antiph.153]


I en v. act.

1 polít. y admin., c. ac. de n. concr. administrar, gobernar τὴν πόλιν Th.8.21, cf. Ar.Ec.305, τάς τε οἰκίας καὶ τὰς πόλεις καλῶς Pl.Men.91a, cf. 73b, Ti.19e, τὰ ... κοινὰ τὰ Θετταλῶν D.1.22, τὴν οὐσίαν D.27.50, πεντεκαίδεκ' ... τάλαντα, ἃ Καλλισθένης διῴκησεν D.20.33, τὰ πρὸς τὴν πόλιν δ. atender a las obligaciones para con el Estado, e.d. las deudas con el Estado D.27.60, τὴν ἀρχὴν δ. ejercer el poder Arist.Pol.1313a35, τὸν κόσμον Pl.Phdr.246c, Iren.Lugd.Haer.1.23.3, τὸν οὐρανόν Pl.Lg.896d, (ἐκκλησίαν) Clem.Ep.5.6, τὴν ἐπισκοπήν MAMA 1.170 (Laodicea, crist.), τὸν κλῆρον Epiph.Const.Haer.63.2.4, πάντα τὰ τῆς μονῆς πράγματα προνοῆσαι καὶ διοικεῖν καὶ οἰκονομεῖν Melit.Fr.Pap.49.13, en metáf. καθάπερ ἔκ τινος ἑστίας ἡ διοικοῦσα τὸ δένδρον δύναμις Gal.5.523, en v. pas. διοικοῦνται δ' αἱ τυραννίδες ... τοῖς τρόποις τῶν ἐφεστηκότων las tiranías están gobernadas por el capricho de sus jefes Aeschin.1.4, ὥστε μέμνηνται τούτων ὡς καλῶς αὐτοῖς διῳκημένων D.22.74, τὰς πόλεις ὑπὸ τῶν ῥητόρων δεδιῳκῆ[σ]θαι Phld.l.c., ἀγαθῇ θεοῦ προνοίᾳ ... διοικεῖσθαι τὸν κόσμον Hom.Clem.2.36, cf. 11.34, τὰ σιτωνικὰ χρήματα Cod.Iust.l.c.
part. pas. neutr. subst. τὰ διῳκημένα la administración de los bienes, Arist.Ath.25.2
de tierras administrar, explotar en v. pas. νομαὶ αἱ πρὸς χα[λκὸν] διοικουμέναι PTeb.60.41, cf. 79.8 (ambos II a.C.)
abs., c. ac. adv. llevar la administración τρόπον τυραννικώτερον δ. Arist.Pol.1313a2, cf. 1298b12
part. subst. ὁ διοικῶν el encargado de, el administrador ἀκριβῶς πάντα διοικοῦσα administradora exacta de todas las cosas Lys.1.7, εἰ γὰρ ἐνεδέησεν τοσούτων χρημάτων, τούτου διοικοῦντος ἐνεδέησεν D.45.33, διοικοῦντ' ἐπὶ τῇ τραπέζῃ D.45.33, τὰς ἐπιστολὰς αὐτοῦ D.C.72.7.4, τὸν ἀγῶνα PAgon.3.33, 4.31 (ambos III d.C.), τὴν λογιστείαν Stud.Pal.8.1010.1 (IV/V d.C.)
fig. digerir ὠμὰ δὲ κρέα ἐπεχείρησε φαγεῖν, ἀλλ' οὐ διῴκησεν D.L.6.34.

2 c. ac. de pers. llevar los asuntos de, asistir τὴν ἀδελφὴν καλῶς D.24.202, τὰ παιδία τὰ Μητροδώρου Epicur.Fr.[78] 12
mantener, sustentar κἀμὲ καὶ τὴν μητέρα Men.Dysc.739, ἀφ' ὧν (τάλαντα) ἐκεῖνος αὑτὸν καὶ τοὺς φίλους εὐτελῶς ... διοικῶν Plu.Cleom.32, en v. pas. διοικούμενος ὑπὸ τούτων (una mula y un mulero), Str.14.2.24
fig. manejar, manipular οἷά με Ἐπίκουρος οὗτος διοικεῖ cómo me maneja ese Epicuro Alciphr.4.17.1.

3 c. ac. de n. abstr. organizar, ordenar, regular πάσης Ἑλλάδος καὶ ξυμμάχων βίον A.Fr.181a.2, cf. Isoc.1.10, Aesop.170, τὰ ἑαυτοῦ Isoc.1.35, τὰ ἀνθρώπινα Pl.Lg.713c, τοὺς ... πολέμους Din.1.69, τὰ μέγιστα ὁ λογισμὸς διῴκηκε la razón ha ordenado las cosas más importantes Epicur.Sent.[5] 16, διά τε πανουργίας ... καὶ δόλου τὰς πράξεις Vett.Val.71.28, τὰ πολιτικά Hdn.3.10.2, cf. 3.5.1, 4.8.1, τὴν ἀγνωμοσύνην τῶν ἀνθρώπων Hom.Clem.3.61, en v. pas. τύχῃ δ' ἂν πάντα τὰ τῶν καμνόντων διοικεῖτο Hp.VM 1, ἅπας ... ὁ βίος ... φύσει καὶ νόμοις διοικεῖται D.25.15, τὰ πάντα μοι ... δεδιῴκηται πάλαι Macho l.c.

4 proveer a en v. pas. εἴ τινος ἐνδεῖ πρὸς τὰ Παναθήναια διοικηθῇ y si algo falta para las Panataneas, provéase Decr. en D.24.27, μηθὲν καταδεέστερον ποιοῦντας τῶν πρότερον ὑπὸ τᾶς πόλιος διοικουμένων IG 92(1).583.29 (Acarnania III a.C.)
pagar εἰ δὲ τοὺς τόκους μὴ διοικέοισαν οἱ δανεισάμενοι τοῖς ἐπιμεληταῖς SIG l.c., τὰν ἐμφοράν SEG 23.398.8, 12 (Etolia II a.C.)
abonar en cuenta, registrar de asientos contables, en v. pas. ὁ χειρισμὸς τῶν πρὸς γενήματα διοικουμένων UPZ 112.4.15 (III a.C.), οὐκ ἐλάσσω τῶν κζ ταλάντων ... διοικηθήσεται UPZ 225.26 (II a.C.), cf. PCair.Zen.361.43 (III a.C.), POxy.61.8 (III d.C.) en BL 1.313.

5 en cont. de lengua tratar, tocar un tema en v. pas. διῳκήθη μὲν οὖν καὶ ἄλλα, τελευταῖον δὲ τὸ περὶ τῶν πλουσίων primero se trataron otros temas y, por fin, lo referente a los ricos (en una asamblea), Luc.Nec.19, καὶ τἄλλα ..., εἰ διοικεῖται, παρέντες y dejando las otras cosas, si se trata de ello en un libro, Phld.Rh.2.171Aur.

II en v. med.

1 administrar para sí, en provecho propio, como uno quiere ἅπανθ' ὅσα βούλεται D.8.13, cf. 4.12, 18.178, τὰ πλεῖστα ... ὧν κατέπραξε D.18.247, τὰ ἐν τῇ Ῥώμῃ Hdn.8.7.6
c. πρός y ac. arreglárselas uno mismo πρὸς ἀλλήλους D.58.20, πρὸς Κτησικλέα τὸν λογογράφον D.58.19, c. παρά y gen. διοικήσασθαι παρὰ τῶν συμπρυτάνεων, ὅπως ἀπαγγείλῃ τῷ δήμῳ τὰ ἱερά Thphr.Char.21.11.

2 organizar en provecho propio, idear, buscar τὸν ... οὕτως ἀδίκους πλεονεξίας διοικούμενον al que busca en provecho propio tan injustas ventajas D.44.38, ὃ δὲ μετὰ ταῦτα διοικεῖται Λεώστρατος ..., τοῦτο πάντων δεινότατόν ἐστιν D.44.40, τὴν αὑτῆς χρείαν διοικεῖται ἐν παραινέσεως σχήματι φιλοσοφοῦσα D.H.Rh.8.10.

3 encargarse, hacerse cargo de c. el ac. elíptico σὺ δέ, εἴ τι λείπεται διοικησάμενος Hld.10.33.3.

4 ret. organizar, disponer ordenadamente las partes de un discurso ὁ λόγος, ἂν μή τι ἕτερον διοικῆται ἢ λέγῃ, παντάπασιν ἄτοπός ἐστι καὶ ἀσχήμων D.H.Rh.9.4, cf. 5, 8.4
part. pas. neutr. subst. τὰ διῳκημένα la distribución de los recursos dramáticos, Antiph.189.19.