διοικονομέω


administrar, organizar, disponer κτήματα καὶ χρήματα Phld.Oec.3a.12, δυνάμεις ... αἱ διοικονομοῦσαι (ὕλην) Anon.Lond.22.49, τὸν βίον Vett.Val.41.13, ταὐτὸν ... ὁ θεὸς ἐφ' ἡμῶν διῳκονομηκέναι Meth.Res.1.43, cf. Poll.5.156, en v. pas. ἀπολογεῖσθαι περὶ τῶν διῳκονομημένων ref. a una συμμαχία Plb.27.1.11, cf. IEphesos 16.11 (II d.C.), τὸν ἁμαρτωλὸν διοικονομούμενον ὑπὸ τοῦ θεοῦ Origenes Hom.12.3 in Ier., κοινὰ ... διοικονομούμενα Iambl.VP 74, c. πρός: θεωρῆσαι ... ἀνάγκην λόγου πρὸς τὸ χρήσιμον ... διοικονομουμένου Hermog.Inu.3.2 (p.128)
en v. med. mismo sent. τὰ καθ' ἑαυτὴν (ὑποθήκην) διοικονο[με]ῖσθαι SB 13167re.20 (II d.C.), ἡ θεία δύναμις πάντα διοικονομεῖται Ps.Caes.69.5
de pers., en v. pas. ser tratado ὁ ἁμαρτωλὸς διοικονομούμενος ὑπὸ τοῦ θεοῦ Origenes Hom.12.3 in Ier.