διοιδίσκομαι
• Alolema(s): tard. -σκω Steph.in Hp.Aph.3.92.5
1 hincharse, inflamarse
τὰ σκέλεα ὑπὲρ τὸ χρεὼν διοιδίσκεταιHp.Mul.1.2,
τὸ περιέχον αὐτὸ σύμφυτον σκέπασμα τὸ οἷον δέρμαGal.5.523, cf. 9.190, 15.891.
2 act. fact. causar hinchazón Steph.l.c.