διοδοιπορέω
viajar por, atravesar
τὰς δύο μοίρας (τῆς ὁδοῦ)Hdt.8.129,
τὴν ἄνυδρον ... καὶ πολλὴν ψάμμονI.Ap.2.157,
ὁδόνEzech.169 (cj.).
τὰς δύο μοίρας (τῆς ὁδοῦ)Hdt.8.129,
τὴν ἄνυδρον ... καὶ πολλὴν ψάμμονI.Ap.2.157,
ὁδόνEzech.169 (cj.).