διοδεία, -ας, ἡ
travesía, paso
τοῦ κυρίου Καίσαρος τῶν στρατευμάτωνSEG 1.276.9 (Macedonia II d.C.) (v. δίοδος II 1),
δ.· διέλευσιςSud., cf. Anecd.Ludw.207.8.
τοῦ κυρίου Καίσαρος τῶν στρατευμάτωνSEG 1.276.9 (Macedonia II d.C.) (v. δίοδος II 1),
δ.· διέλευσιςSud., cf. Anecd.Ludw.207.8.