διογκόω
I tr.
1 hinchar, hacer crecer
τὸν πυρόνPlu.2.676b,
τὸ ὀπτικόνAlex.Aphr.Pr.1.59, en v. pas.
διογκούμενοι ... μαστοίpor la leche, Sor.55.16, cf. 83.8,
τὸ σκέλος ... διογκωθένPlu.Ages.27
•en v. med.-pas. hincharse
ἡ κοιλίηHp.Acut.28, Mnesith.Ath.51.51
•fig.
ἡ ἔρις ... πρὸς μέγα δή τι κακοῦ διογκοῦταιHeraclit.All.29, c. dat.
τιμαῖς διογκούμενοιGr.Nyss.Hom.in Cant.452.3
•fig. en v. pas. estar cargado, saturado
πολλὰ κτήσεται ... χρήματα, ὡς καὶ διογκωθῆναιArtem.1.14.
2 del habla hacer abrir
λέξις σεμνὴ ... διογκοῦσα τὸ στόμαHermog.Id.1.6 (p.247)
•de algunas vocales producir amplitud
τὸ ω̅ καὶ τὸ α̅ διογκοῖ τὸν λόγονla omega y la alfa dan amplitud al discurso al pronunciarse c. la boca más abierta, Hermog.Id.1.6 (ib.), fig., en v. pas.
λέξεις διωγκωμέναιexpresiones hinchadas e.e. amplificadas ref. a las metáforas, Hermog.Id.1.6 (p.248).
II intr., en v. med.
1 desbordarse
τὸ δὲ τῆς Ἀλβανίδος λίμνης <ὕδωρ> ... διωγκοῦτοde un lago, Plu.Cam.3.
2 fig. de pers. ser promovido, ascender
ὅταν δέ τινα ἴδητε διογκούμενον μὲν ὡς ... ἄκρον φιλοσοφίαςThem.Or.21.251c
•hincharse, ponerse hueco
Μαξίμου καὶ Πρίσκου ... σφόδρα γε διογκουμένων, ὅτι ὁ βασιλεὺς ἔφησεν αὐτοῖς συντετυχηκέναιEun.VS 478.