διλήμνιον, -ου, τό
• Grafía: graf. διλεμν- BCH 11.1887.308.6 (Caria, heleníst.)
doble lemnisco
στεφανοῦσθαι [θάλλου στεφάν]ῳ καὶ διλεμνίῳBCH l.c., cf. IG 12(1).155.56 (Rodas II a.C.).
στεφανοῦσθαι [θάλλου στεφάν]ῳ καὶ διλεμνίῳBCH l.c., cf. IG 12(1).155.56 (Rodas II a.C.).