< δίλεξος
δίλετον >
διλέσβιον
,
-ου, τό
jarra lesbia de tamaño doble
para vino o aceite
διλέσβια λευκά
PSI
535.28 (III a.C.),
οἴνου διλέσβια
PCair.Zen
.684.2 (III a.C.).