δῐκαιόω
• Morfología: [jón. pres. part. δικαιεῦντος Hdt.9.42; impf. 2a sg. ἐδικαίευ Hdt.1.100]


I c. ac.

1 considerar justo (δίκας) Hdt.9.93, en v. pas. τὸ δικαιωθὲν ὑπ' ἐκείνων τοῦτο νόμος ἦν D.H.10.1.

2 justificar νόμος ... ἄγει δικαιῶν τὸ βιαιότατον ὑπερτάτᾳ χειρί Pi.Fr.169a.3, τὴν θείαν ... κρίσιν Eus.HE 8.2.2, en v. pas. κατέβη οὗτος δεδικαιωμένος Eu.Luc.18.14, καὶ ἐδικαιώθη ἡ σοφία ἀπὸ πάντων τῶν τέκνων αὐτῆς Eu.Luc.7.35, cf. Eu.Matt.11.19, ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας Ep.Rom.6.7, ἀπὸ πάντων ... ἐν νόμῳ Μωϋσέως δικαιωθῆναι Act.Ap.13.38
c. un pred. τοῦτο γὰρ ... ἀνδράσι δὲ ἀνάρμοστον ἐδικαίωσεν pues esto lo justificó como inapropiado para los hombres, Const.App.1.3.11.

3 someter a la justicia, castigar, condenar τοῦτον Hdt.1.100, ὀλίγους D.C.57.47, Κόρινθον AP 14.86, cf. Hsch.
en v. med. mismo sent. ὑμᾶς δὲ αὐτοὺς μᾶλλον δικαιώσεσθε Th.3.40
en v. pas. sufrir castigo κακοῦ δὲ χαλκοῦ τρόπον ... μελαμπαγὴς πέλει δικαιωθείς el hombre injusto, A.A.393, οἱ δὲ ἱρέες ἐδικαιεῦντο Hdt.3.29, τοὺς ἰδόντας αὐτὸν δικαιούμενον Pl.Lg.934b, οἱ δικαιούμενοι los condenados D.C.58.5.6, cf. Poll.8.25.

4 tratar con justicia, defender los derechos de χήραν LXX Is.1.17, οὐ δικαιώσεις τὸν ἀσεβῆ ἕνεκεν δώρων LXX Ex.23.7, en v. pas., op. ἀδικεῖσθαι: ἔνιοι γὰρ δικαιοῦνται οὐχ ἑκόντες Arist.EN 1136a22, ἔνθα πάντες δικαιοῦνται, μόνη ἔγωγε ἠδίκημαι ἀδίκως Aesop.255.

5 en la Biblia, c. sent. legal declarar justo καὶ οἱ τελῶναι ἐδικαίωσαν τὸν θεόν Eu.Luc.7.29, ἑαυτούς Eu.Luc.16.15, en v. pas. κύριος μόνος δικαιωθήσεται LXX Si.18.2, ὁ ἀγαπῶν χρυσίον οὐ δικαιωθήσεται LXX Si.31.5, τὰ κρίματα κυρίου ... δεδικαιωμένα LXX Ps.18.10, Is.42.21.

6 fact. hacer (que sea) justo τοῦτον ὁ μισθὸς δικαιοῖ la recompensa (en el más allá) hace que ése sea justo Clem.Al.Strom.4.22.144, τὸν ἀνθρώπου βίον Cels.Phil.4.7.

II c. inf.

1 considerar justo o conveniente, creer oportuno μαθεῖν S.OT 575, δρᾶσαι S.OT 640, cf. Ai.1072, Tr.1244, πειρᾶν τῆς πόλιος Hdt.6.82, σημαίνειν Hdt.1.89, cf. 2.172, 3.118, θάψαι E.Supp.526, cf. Heracl.190, μὴ ἀφαιρεθῆναι Th.2.41, εἴρια ἐπιδεῖν Hp.Fract.31, ἀποδοῦναι ἡμᾶς τὸ κεφάλαιον PRyl.119.14 (I d.C.), ἀγοράσαι PGiss.47.16 (II d.C.), cf. Ph.1.470, Plu.2.97e, Pomp.23, Luc.Syr.D.54, D.H.1.87, Athenag.Res.5.1, c. el inf. sobreentendido ὅποι ποτὲ θεὸς δικαιοῖ S.Ph.781, cf. Th.2.71
c. ὥστε S.OC 1350.

2 tard. pensar, opinar πάντας ἀνίστασθαι ... αὐτοὶ δικαιοῦσιν Athenag.Res.14.6, τὸ σχῆμα τοῦ κόσμου ... μὴ παρέρχεσθαι Mac.Magn.Apocr.4.11, cf. Ath.Al.M.28.1189B.

III usos abs.

1 c. adv. emitir un juicio, dar una interpretación, estimar τούτου δὲ οὕτω δικαιεῦντος ἀντέλεγε οὐδείς habiendo él dado esta interpretación nadie replicó Hdt.9.42, εἶχε δὲ καὶ ἡ ἀλήθεια περὶ τῆς ἀποστάσεως μᾶλλον ᾗ οἱ Ἀθηναῖοι ἐδικαίουν la verdad sobre la defección era más bien como la interpretaban los atenienses Th.4.122.

2 hacer justicia, vengar τὸν δικαιώσοντα, πολλάκις καὶ ἐπὶ πολλῶν εὑρεῖν ἐστιν Plb.3.31.9.