δικαιολογέομαι
1 en cont. polít. pronunciar un discurso o alegato de defensa, justificarse, defender una causa
μὴ δικαιολογούμενος περιγένοιτο ἡμῶν ὁ ΦίλιπποςAeschin.2.21,
Ῥωμαῖοι ... τὸ δικαιολογεῖσθαι ... ἀπεγίγνωσκονlos romanos rechazaron estas justificaciones Plb.3.21.6, cf. Agatharch.Fr.Hist.8, IPr.37.13 (II a.C.), c. giros prep.
ὑπὲρ τῆς πόλεως ἀντιλέγειν καὶ πρὸς τοὺς ἥκοντας παρ' αὐτῶν δικαιολογεῖσθαιHyp.Eux.20,
πρὸς τοὺς ἐγκαλοῦντας τοῖς ΑἰτωλοῖςPlb.4.3.12, cf. 31.12.8,
ἐπὶ τοῦ κοινοῦ τῶν ΑἰτωλῶνD.S.19.66, cf. FD 4.69.18 (I a.C.),
περὶ σφῶν δικαιολογεῖσθαιdefender su propia causa Plb.3.20.10,
περὶ τῆς νήσου πρὸς ἈθηναίουςPlu.2.230c
•excep. en v. act.
δικαιο]λογήσας ὑπὲρ τῆς πόλεως ἐν τῷ θεάτρῳ τῷ ἘρυθραίωνIPr.111.126 (I a.C.)
•en otros cont. hacer un alegato de defensa, defender una causa
δικαιολογηθέντων τῶν συσκαταστάντων αὐτοῖςPTor.Choachiti 12.3.18 (II a.C.), cf. SB 4512.61 (II a.C.), Plu.2.61a, Luc.Sacr.3, Origenes Hom.14.11 in Ier.,
οἰκέτης πρὸς τὸν κύριονTeles p.6,
ἐδικαιολογεῖτο πρός μεdefendía su causa ante mi Luc.Alex.55, cf. D.Chr.48.10, Iambl.Myst.3.19,
ἡδέως ἂν δικαιολογησαίμην ὑπὲρ τῶν ἐγκλημάτων, ὡς δέξαιμι ...Luc.Prom.4
•excep. en v. act.
οἱ δικαιολογοῦντεςlos litigantes, los contendientes Luc.Tim.11, Apol.12
•tard. en v. pas.
σκοπήσας τὰ ἑκατέρωθεν δικαιολογηθένταexaminando los alegatos de ambas partes, PMonac.6.54 (VI d.C.).
2 en cont. forense y gener. pleitear, entablar pleito o juicio en el tribunal, frec. c. giros prep.
περὶ ... τῆς ἐγγυθήκηςLys.Fr.32,
δικαιολογεῖσθαι καθ' ὃ δικαιότατός ἐστιν ἕκαστος αὐτῶν ἀποτυμπανισθῆναιque pleitean por cuál de ellos tiene más derecho a ser ejecutado Euph.44,
πρὸς τὸν θεόνM.Ant.12.5,
δικαιολογηθ[έν]των ἡ[μῶν κατ]ε[κ]ρίθη ὁ ἐγκαλο[ύμε]νο[ς ἀπ]οκατα[στῆσαι] τὸν ὅλμονSB 5238.15 (I d.C.),
πλειστάκις μου δικαιολογουμένης πρὸς τοῦτον τῆς ἀποκαταστάσεως ἕνεκεν τοῦ ἐπιβάλλοντός μοι μέρους οἰκίαςhabiendo entablado juicio repetidas veces contra él en relación con la restitución de la parte de la casa que me corresponde, POxy.2133.21 (III d.C.),
ἕως δὲ τοῦ δικαιολογηθῆν[αιen tanto no se resuelva el juicio, PEnteux.69.7 (III a.C.).