δικαιολογικός, -ή, -όν
1 propio de un alegato de defensa, justificativo, convincente
φανῆναι ἂν τὰ μὲν συνηγοροῦντα τῶν εἰρημένων ... ἔχοντά τι πραγματικὸν καὶ δικαιολογικόνEpicur.(?) CPF 10.10,
(στάσεις)Hermog.Stat.52, cf. Sch.Er.Il.23.594, Eust.1442.62
•neutr. subst. τὸ δ. discurso de defensa
τῷ δικαιολογικῷ τὸν Οἰδίπουν χρήσασθαι πρὸς αὐτούςSch.S.OC 237P.
•neutr. compar. como adv.
ἐπεὶ οὗτοι οὔπω πείθονται, τότε δικαιολογικώτερον ... ἐκφέρει τὰ ἑξῆς ὁ ΟἰδίπουςSch.S.OC 237P.
2 adv. -ῶς con animo de justificación o defensa Eust.1011.20.