δικαιοκρισία, -ας, ἡ
juicio justo
τῶν καλῶνMen.Comp.1.151,
τοῦ θεοῦEp.Rom.2.5, cf. Ps.Caes.215.25, Cat.Ps.118 Pal.160be.2,
op. ἀδικοκρισίαHeph.Astr.3.38.15
•frec. en pap. en peticiones a altos cargos, esp. al prefecto juicio recto, ponderado, sentido de la justicia formando parte de elogios formulares
τῆς εἰς πάντας ἀνθρώπους φθανούσης δικαιοκρισίας, ἐπιτρόπων μέγιστεPMich.426.5 (II d.C.),
τῇ σῇ δικαιοκρισίᾳ, δέσποτα ἡγεμών, θαρρῶνSB 7205.3 (III d.C.), cf. CPR 5.12.17 (IV d.C.),
τὴν ἱκετηρίαν προσάγω εὔελπις ὢν τῆς ἀπὸ τοῦ σοῦ μεγέθους δικαιοκρισίας τυχεῖνPOxy.71.1.4 (IV d.C.), cf. PVindob.Boswinkel 4.6 (III d.C.),
ἡ τῆς ὑμετέρας δικαιοκρισίας καθαρότηςPOxy.904.2 (V d.C.), cf. PMich.530.24 (III/IV d.C.).