< διθεΐτης
δίθεος >
διθελής
,
-ές
teol.
con dos voluntades distintas
οὐ γέγονε ... δ. σαρκωθεὶς ὁ λόγος ... ἀλλὰ σύνθετος
Eun.Berrh.
Fr
.1.