< †διηχήτας·
δῐθάλασσος >
διηχητικός
,
-ή, -όν
sonoro
neutr. subst. τὸ δ.
sonoridad
ὑπὸ τοῦ ἐνεργείᾳ διηχητικοῦ
Prisc.Lyd.16.6.