διηρθρωμένως
adv. sobre el part. perf. pas. de διαρθρόω detalladamente
διδάσκεσθαιGal.17(2).160, cf. Theol.Ar.49,
op. ἀδιαρθρώτωςAlex.Aphr.in Metaph.61.3.
διδάσκεσθαιGal.17(2).160, cf. Theol.Ar.49,
op. ἀδιαρθρώτωςAlex.Aphr.in Metaph.61.3.