< διηλῐφής
διηλόω >
διηλλαγμένως
adv. sobre el part. perf. pas. de διαλλάσσω
de forma diferente
τὰς λοιπὰς ... τορείας δ. ἐπετέλεσαν
Aristeas 79, cf. D.S.2.31, Str.13.1.3.