διείρω
• Morfología: [aor. inf. διέρσαι Hp.Art.11; perf. part. διειρκότες X.Cyr.8.3.10, pas. perf. part. διῃρμένη Hp.Art.70, διειρμένα PHolm.3.14]


1 hacer pasar a través, introducir c. ac. y διά c. gen. ὑπάλειπτρον ... διὰ τῶν καυμάτων Hp.Art.11, διέρσας διὰ τοῦ κύαρος τὸ λίνον Hp.Morb.2.33, cf. 2.35, τὰς χεῖρας διὰ τῶν κανδύων X.l.c., διὰ τῆς κεφαλῆς ... διείρας (γεράνων ἀρτηρίας) Luc.Alex.26, διὰ τῶν ὀδόντων ... διείρων τοὺς δακτύλους Luc.Tox.43, διὰ τῆς ὀπῆς ... τὸν δάκτυλον Ael.VH 4.28, (βελόνην) διὰ τῶν ὀφθαλμῶν PMag.4.2950, c. ac. y εἰς: εἰς ὃ (ποτήριον) ... τοὺς δακτύλους διείρειν Ath.468c, sólo c. ac. βελόνας Aeschin.3.166, cf. Paul.Aeg.6.37.3, παττάλους Thphr.CP 2.14.4, λίνον Str.16.4.18, Aen.Tact.31.18, en v. pas. χεὶρ διῃρμένη Hp.Art.70
abs. ὀρθοὶ ... δάκτυλοι καὶ οἷον διείροντες extendidos ... los dedos como para pasar a través de algo de una estatua, Philostr.VA 4.28.

2 c. ac. y dat. instrum. engarzar, ensartar (λίθον σμάραγδον) τρήσας δίειρον χρυσῷ PMag.5.242, en v. pas. αὐτὰ (πινάρια) διερμένα τριχὶ ὀνίᾳ PHolm.l.c.
fig. enlazar, empalmar historias sucesivas en una narración, Philostr.VA 8.12.