διείργω
• Alolema(s): jón. διεέργω Il.12.424; διέργω Hdt.1.180


1 separar c. ac. plu. de pers. τοὺς διέεργον ἐπάλξιες Il.12.424, χαράδρα αὐτοὺς μεγάλη διεῖργεν Th.3.107, a dos que están luchando, Pl.Lg.880b, τοὺς μαχομένους Thphr.Char.13.5, c. ac. plu. de cosas ταύτας (γραμμάς) διείργει δ' ἐν μέσαις ἄλλη μία E.Fr.382.6, ὄρος ... ὃ διείργει πάσας τὰς κατὰ τὴν Ἰταλίαν ῥύσεις Plb.3.110.9, τοῦ διείργοντος αὐτὰς χείλους de la lengua de tierra que las separa (al lago y al mar), Plb.10.10.13, c. dos ac. sg. διείργουσα λίμνην ... καὶ θάλασσαν que separa la laguna del mar Plu.Alex.26, c. ac. y gen. οἳ τοὺς (τροχούς) τῆς θαλάττης διεῖργον Pl.Criti.115e, τὴν δὲ πρὸς τὰ ἄρκτους (Ἰνδικήν) τὸ Ἠμωδὸν ὄρος διείργει τῆς Σκυθίας el monte Emodo separa la India septentrional de Escitia D.S.2.35, c. ac. y ἀπό: διείργοντα αὐτὴν ἀφ' ὅλης τῆς μεταξὺ Εὐφράτου Str.11.14.1, τὴν Βοιωτίαν ἀπὸ τῆς Ἀττικῆς Str.9.1.3, τὸν δῆμον ἀπὸ τῶν ἱερέων I.BI 5.226, τὸν ἀπὸ τῆς ἠπείρου διείργοντα τὴν πόλιν εὔριπον Plu.Luc.9, cf. Arist.de An.423b10, GA 770a18, Ael.VH 1.3, abs. διείργει ... πᾶσα κεκριμένα δύναμις separa (a hombres y dioses) un poder muy diferente Pi.N.6.2, ποταμοὶ δὲ διεῖργον ἀδιάβατοι ἐν μέσῳ τῆς οἴκαδε ὁδοῦ ríos infranqueables se interponían en el camino a la patria X.An.3.1.2
en v. pas. estar separado αὐτοὶ ἐκ τοῦ ἐπὶ θάτερα λόφου διείργοντο éstos estaban separados (del enemigo) por la colina situada al otro lado Th.8.33, διείργεσθαι τενάγεσι καὶ λίμναις Plb.5.45.10, Ἐλεφαντίνης ἑκατόν που τοῖς μεταξὺ σταδίοις διείργεται dista de Elefantina unos cien estadios Hld.8.1.2, διείργετο δ' ὁμοίως καταπετάσματι πρὸς τὸ ἔξωθεν estaba resguardado igualmente del exterior por un velo I.BI 5.219, ὁμοίως δὲ καὶ ὅθεν αἱ χεῖρες διείργονται σχιστός ἐστιν ref. a la vestimenta, I.AI 3.161, ἀτραπιτοὶ θαμέεσσι διειργόμεναι σκολόπεσσιν Q.S.5.53, c. gen. διείργεται τῆς Ἀττικῆς ἡ νῆσος Phanod.24.

2 fig. interrumpir, cortar c. ac. de pers. y gen. de cosa διείργων αὐτοὺς παντὸς λόγου Philostr.VA 3.31.

3 dividir c. ac. sg. τὸ μέσον αὐτῆς ποταμὸς διέργει un río la divide por el medio Hdt.l.c., τὸ δὲ μέσον αὐτοῦ διείργει μῆνιγξ λεπτή Hp.Morb.Sacr.3, διειργούσης αὐτὴν τῆς ἀνὰ μέσον κειμένης ὀρεινῆς Plb.5.55.7, διεῖργε τὴν θάλατταν Plu.2.248b
abs. marcar la división μέσος δὲ διεῖργε στενωπὸς ὁδὸς ἐπὶ τὰ οἰκήματα en medio un estrecho pasillo marcaba la división hacia las habitaciones Ach.Tat.2.19.3, cf. PTeb.50.6 (II a.C.), Thphr.CP 4.12.1, Plot.4.5.4.

4 fig., c. ac. de abstr. impedir, estorbar τὸν ὅλον πόλεμον ... ὁ χειμὼν διεῖργε Plb.35.1.5, ποταμὸς διείργων ... τὴν ... ἐκ τῆς πόλεως ἔξοδον Plb.1.75.5, (στερέμνιον) διεῖργον τὸν ἐπέκεινα ἀέρα (cuerpo sólido) que impide (a la luz) el paso al aire que viene a continuación M.Ant.8.57, cf. Hsch.
c. μή e inf. impedir que τὰ μὲν διείργει τοῦ μὴ ... συγκεχύσθαι impide que se mezclen Arist.HA 562a25, tb. en v. med. διείργεται τὸ μὴ ἤπειρος εἶναι Th.6.1, cf. Polyaen.2.2.4, pas. διείργεται δὲ οὐδαμῶς ψυχὴ ἐκεῖ εἶναι ὅπου ... Porph.Abst.2.47.