διευρύνω
dilatar
τὸ ἔντερονArist.HA 600b12,
τὴν ἀρτηρίανPorph.in Harm.63.4,
τὸ στόμα τῆς μήτραςPaul.Aeg.6.74.2
•en v. med.-pas. dilatarse
ἡ ἐν τῷ ἀνθρώπῳ ἰκμάςHp.Morb.4.52, cf. Loc.Hom.21,
τὰ φλέβιαArist.de An.422a3,
ἡ γογγυλίςThphr.CP 5.6.9,
ἡ κύστιςAen.Tact.31.12,
ἡ κόρηGal.3.783, Aët.7.58,
οἱ πόροιSor.81.23.