διευλύτωσις, -εως, ἡ


pago, liquidación de una deuda χρεῶν Cod.Iust.1.2.17.1, cf. PStras.603.27 (II d.C.), χρείαν ... [δια]φόρων πρὸς τὴν διευλ[ύτωσι]ν τῶν δ[α]νήων Petersen-Luschan, Reisen in Lykien 19.2 (dud.), cf. δ.· dissolutio, Gloss.2.276.