διευλαβέομαι
I
ἐὰν πυρεύων τὴν ὕλην μὴ διευλαβηθῇ τὴν τοῦ γείτονοςsi al hacer una hoguera no tiene cuidado con el bosque del vecino Pl.Lg.843e
•respetar
τὸν δὲ προέχοντα εἴκοσιν ἡλικίας ἔτεσινPl.Lg.879c.
2 guardarse de, evitar
τό γε σφόδρα ἄτοπονPl.Lg.797a,
τὴν σμικρολογίαν ... διευλαβεῖσθαι καὶ φεύγεινPlu.2.7a,
τὰς τοιαύτας ἐπιπλήξειςD.61.18, cf. 19.119,
(τὴν ὀδύνην)LXX De.28.60,
τὸν υἱὸν ἈντιόχουLXX 2Ma.9.29, cf. Ib.6.16,
τὴν τῶν Καρχηδονίων συγκατάθεσινPlb.14.2.7, c. inf.
μηδὲν ἐπὶ πλεῖον κινῆσαιArist.HA 581b14
•c. complet. c. μή cuidarse de que, temer que
μή πῃ βίᾳ ἐπερειδομένων στρέφηται τὰ κῶλαPl.Lg.789e, cf. Ep.351c,
μὴ ... φιλοτιμότερος ᾖ πρὸς τὸ βλάπτειν αὐτούςPlb.21.16.5, cf. 28.7.7, Hld.10.36.1.
II intr.
1 contenerse, ser prudente Pl.Phd.81e, Plu.2.90a.
2 en v. med.-pas. tener miedo
διευλαβηθεὶς ἀνέστρεψεν εἰς ἜφεσονD.S.14.36.