διετής, -ές
• Alolema(s): διέτης Hdt.2.2, Is.10.12, Aeschin.3.122, Lex en D.46.20, Plu.Cor.26
1 que dura dos años
δ. χρόνος ἐγεγόνεεhabían pasado dos años Hdt.l.c.,
μετὰ διετῆ χρόνονLXX 2Ma.10.3,
διετῆ χρόνον ἐπολιορκήθησανStr.5.2.6,
ε]ἰ[ς] τὸν διετῆ χρόνονPAmh.87.28 (II d.C.),
ἱερασαμένην ἐνδόξως ... διετεῖ χρόνῳIP 525.12 (III d.C.), cf. IG 5(1).1145.16 (I a.C.),
διετοῦς χρόνου διικνουμένουLongus 1.4.1, cf. I.AI 2.74,
ἡ κύησιςArist.GA 777b15,
σπονδαίPlu.l.c., D.H.8.2
•neutr. subst. período de dos años
ἐπὶ δίετες ἡβᾶνsobrepasar dos años la edad de la pubertad Is.l.c., Aeschin.l.c., Lex en D.l.c.,
ἀποβάλλει δὲ τὰ κέρατα ... ἔλαφος κατ' ἔτος, ἀρξάμενος ἀπὸ διετοῦςel ciervo pierde los cuernos anualmente a partir de los dos años Arist.HA 500a11,
πάντες οἱ παῖδες ... ἀπὸ διετοῦς καὶ κατωτέρωEu.Matt.2.16.
2 de anim. y pers. que ha cumplido dos años, de dos años de edad
ἵππος δ' ὀχεύειν ἄρχεται δ.Arist.HA 545b11, cf. 611a32,
σῦςIG 5(1).1390.69 (Andania I a.C.),
οἶςSEG 27.910 (Licia),
οἱ μόσχοιGp.17.8.2,
ΚόραξAP 7.632 (Diod.),
βρέφοςFD 6.39.11 (I d.C.), cf. Gal.1.591, Parth.8.2
•tb. de plantas
δένδρονThphr.HP 2.6.3,
νέαι (ἄμπελοι) μὲν διετεῖς ἐκφέρουσιν ἤδη καρπόνStr.11.4.3.