< δίεσις
διεσμιλευμένως >
διεσκεμμένως
adv. sobre el part. perf. pas. de διασκέπτομαι
con reflexión
,
ponderadamente
X.
Oec
.7.18, Heph.Astr.1 proem.4, Chrys.M.58.477.