διεσθίω
• Morfología: [fut. διέδομαι Plu.2.170a; aor. διέφαγον Hdt.3.109, Hp.Mul.1.2]
1 c. suj. animado devorar
τὰ τέκνα ... τὴν μητέραHdt.l.c.,
τὴν νηδύνHdt.l.c., cf. Arist.HA 558a30, Thphr. en Ael.NA.15.16,
τὴν γλῶττανPlu.2.849b,
φύλλαD.C.Epit.Xiph.280.4,
μυῶν γὰρ πλῆθος ... τὰ τόξα καὶ τὰ λοιπὰ ὅπλαI.AI 10.19,
ἡ ἄρκτος ... τὰ δίκτυαPlu.2.918f,
τὰ δὲ ὡς καθαρὰ (ἄλογα) διεσθίοντεςBas.Sel.Or.M.85.93A
•fig.
δ. σου τὸ σῶμαPlu.2.170a, en v. pas.
ἡ κακοδαίμων ὑπὸ τῶν ... κακῶνCorp.Herm.10.20.
2 c. suj. inanimado corroer, consumir
τὰ ῥεύματα ... τὸν ἀμφὶ τὴν ὄψιν χιτῶναHp.VM 19, cf. Dsc.Eup.1.166, Gal.10.1005,
πάχνη ... τὴν γῆνThphr.CP 3.20.7,
τὸ ἁλμυρὸν ... τὰς δυνάμειςThphr.CP 6.10.1,
(ἡ ὑδράργυρος) ὕλην διεσθίειDsc.5.95, en v. pas.
διεσθίεται γὰρ ὁ ἐγκέφαλος ὑπὸ τοῦ φλέγματοςHp.Morb.Sacr.11,
διεσθίεται τὰ ἀγγεῖα ῥεύματι ξυνεχέϊAret.SA 2.2.8, abs.
τοῦ πύου διαφαγόντοςHp.Mul.1.2,
ὑπὸ ἰοῦ τινος διεσθίοντοςD.Chr.77/78.45
•fig. c. suj. abstr. corroer, corromper
τοῦ τὰ πάντα διεσθίοντος φθόνουD.L.5.77,
(ἡ ἐπιθυμία) πᾶσαν αὐτήν (τὴν ψυχήν)Ph.2.349,
(ἡ ἁμαρτία) ... τὸν ἄνθρωπονGr.Nyss.Instit.50.16, tb. en v. med., Ph.2.541.