< διέρυθρος
διέρχομαι >
διερύκω
apartar
,
mantener lejos
διὰ ξύλον ἄϊδ' ἐρύκει
Arat.299 (tm.)
•
impedir
ἁψιμαχίαν τινά
Plu.
Lyc
.2.