< διέρπω
δίερσις >
διερριμμένως
adv. sobre part. perf. pas. de διαρρίπτω
en forma dispersa
ῥητέον δέ τι ... οὐκ ... δ.
Plb.3.58.3, cf. Clem.Al.
Strom
.1.12.56, 7.18.110.