διερμηνεύω


I en v. act. y med.

1 traducir (συνθῆκαι) ἃς καθ' ὅσον ἦν δυνατὸν ἀκριβέστατα διερμηνεύσαντες ἡμεῖς ὑπογεγράφαμεν Plb.3.22.3, cf. Aristeas 15, Plu.2.355a, en v. pas. νεφθαρ ὃ διερμηνεύεται καθαρισμός ‘neftar’ lo que es traducido por ‘purificación’ LXX 2Ma.1.36, cf. Act.Ap.9.36, ἀντίγραφα συγγραφῶν Αἰγυπτίων, διερμηνευμένων δ' ἑλληνιστί PTor.Choachiti 12.5.4 (II a.C.), ἐξαγωγὴ ἐπῳδῶν ... Αἰγυπτίοις γράμμασιν καὶ διερμηνευθέντων (sic) Ἑλληνικοῖς Suppl.Mag.72.4, Ἐμμανουὴλ τὸ διερμεν<ε>υόμενον ‘μεθ' ἡμῶν ὁ θεός’ IGLS 1406.

2 explicar, interpretar en escritos místicos o proféticos τὸν νόμον Ph.2.139, τὰ περὶ αὐτοῦ Eu.Luc.24.27, abs. 1Ep.Cor.12.30, 14.5, 13, 27, Vett.Val.317.2, cf. c. cont. dud. Epicur.Fr.[36.25] 6, PPetr.2.17.2.6 (III a.C.) en BL 1.357,
en v. med. mismo sent., Ph.1.226, Act.Ap.18.6 (var.).

3 expresar de palabra διερμηνεύειν αὐτολεξεί Ph.2.597.

II sólo en v. med. revelarse de Dios τοῖς ἁγίοις Serap.Euch.13.4.