διερείδω
I
οἰκίαςPlu.2.529c,
μεγάλοις δοκοῖς τὸ στόμα διερείδοντεςapuntalando la boca (de una ballena) con grandes troncos Luc.VH 2.1
•fig.
τὴν ψυχήνCyr.Al.M.69.744C
•c. ac. int.
διερείσας διερείσματα εἰς τοὺς ἰκριωτῆραςcolocando viguetas en los andamios, IG 22.1668.80 (IV a.C.)
•sujetar en v. pas.
τὰ περὶ τὸ στῆθος ... ταῖς ... κλεισίνSor.142.29.
2 mantener separados
σιωπὴ ... διερείδουσα τῶν μορίωνun silencio separa las partes de vocales que no forman diptongo, D.H.Comp.22.19.
II en v. med.
1 tr. apoyar
διερεισαμένη τὸ σχῆμα βακτηρίᾳAr.Ec.150,
τοῖν ποδοῖν τὴν βάσιν εἰς τὸ ἑδραῖον διερεισάμενοςHld.10.31.3.
2 intr. apuntalarse, apoyarse firmemente, sustentarse
σκωλιῷ σκίπωνι χερὸς διερειδομέναapoyándome en el oblicuo bastón del brazo E.Hec.66,
σκήπτρῳE.Tr.150,
τῷ θυρεῷD.H.3.20.1,
τοῖς κώλοιςD.H.Comp.20.12, de un candelabro
ξύλῳ διερειδόμενονGr.Nyss.V.Mos.90.7,
ἐπὶ τὰ κέραταAesop.9.1.
3 enfrentarse firmemente
καθάπερ ἀγαθὸς κυβερνήτης πρὸς κῦμα διερειδόμενοςPlu.Phil.17, cf. Aem.9, 2.341e, en la palestra, Ph.1.199
•fig. resistirse firmemente
φιλοτίμως δὲ πρὸς τοῦτοPlb.21.24.14,
πρὸς τὸ ἀλλόφυλονPhld.D.3.fr.32a
•indicando la causa disputar, pelear testarudamente
περὶ τῆς χώραςPlb.5.84.3,
Σκιπίωνι ... πολλὰ διερεισάμενος ἐν τῇ πολιτείᾳtras haber sostenido numerosas luchas políticas con Escipión Plu.Cat.Ma.15.