διερευνητικός, -ή, -όν


1 capaz de investigar c. gen. μαθημάτων Ptol.Tetr.2.2.8, δ. τῶν ὄντων διάνοια Gr.Nyss.Hom.Opif.5.2.

2 adv. -ῶς con capacidad investigadora κἂν δ. ... τοῖς μαθήμασι προσέρχηται Ptol.Tetr.1.2.14.