διερεθίζω
I
τοὺς ἐν τῇ πόλειa la guarnición Plb.9.18.9,
π[ολ]λούςPhld.Piet.1683,
ἀμνὸν δ' ἢ χίμαρον ἢ βοῦν ... ὁπότε διερεθίζει τιςPh.1.602,
τὴν ἐπιθυμίανPh.2.483,
τοὺς Ῥωμαίους ἐς μύσος πρεσβέωνApp.Pun.81,
(αἱ θήλειαι) τοὺς ἄρρενας εἰς τοῦτο (sc. τὴν μίξιν) διερεθίζουσιAr.Byz.Epit.98.26,
τοὺς ἰσχυροτέρουςAesop.149, cf. abs. Phld.Ir.31.13.
2 medic. estimular
τὰς ἐκκρίσειςHerod.Med. en Orib.8.4.1, en v. pas., Phlp.in GA 196.29
•irritar
κλυστῆρι διερεθίσαι τὴν γαστέραAteph.in Hp.Aph.1.126.6.
II intr. en v. med.
1 excitarse, irritarse Phld.Ir.47.30, Plu.Oth.4, Gal.18(2).118.
2 discutir, pelearse
πρὸς ἀλλήλουςArist.Mir.837b18.