διερεθισμός, -οῦ, ὁ


irritación, como actitud o conducta iracunda o malhumorada παραινοῦσιν οἱ θεραπεύοντες αὐτοῖς (a los enfermos) φυλάττεσθαι τοὺς ἐρεθισμούς Phld.Ir.10.36, cf. 8.23, 19.30
sent. fís. πρὸς τὰ χαλαστικὰ τῶν φαρμάκων Paul.Aeg.3.66.1.