διεραματία, -ας, ἡ
• Grafía: graf. διαρ- PSI 1103.9 (II/III d.C.)


embarque de grano como liturgia o serna ἀνεδόθην ὑπὸ τῶν τῆς πόλεως γραμματέων εἰς διαραματίαν τῆς Ἡρακλείδου μερίδος PSI l.c., cf. διέραμα, διεραματίτης.