< διεπιτελέω
διεπιφώσκω >
διεπιτροπή
,
-ῆς, ἡ
región gobernada por un
ἐπίτροπος o
gobernador
δ. Θηβαίδος κάτω
Nag Hammadi
22(h).1 (III d.C.).