< διεπισκοτέω
διεπιτελέω >
διεπιστέλλω
comisionar
en v. pas.
ὑπὸ τοῦ διεπεσταλμένου ὑπ' ἐμοῦ Αὐρηλίου Ἥρωνος
PLips
.10.2.22 (III d.C.).