< διεπαγγέλλω
διεπαλαμήσατο· >
διεπαίρω
separar
,
apartar
ἐνίει τὸν οἶνον διεπαίρων αὐτούς (
sc
. τοὺς ὀδόντας)
Eutecnius
Al.Par
.67.21.