διεξάγω
• Morfología: [act. perf. ind. -αγείωχα IMylasa 102.13 (II/I a.C.), -αγέωχα IMylasa 140.7 (heleníst.), inf. -αγηγοχέναι IG 9(2).507.21 (II a.C.), -αγηοχέναι IG 7.4131.8 (II a.C.), part. -αγη[γο]χώς IG 4.1.19 (Egina II a.C.), διεξαγηοχώς IGLS 992.6 (Dafne II a.C.), pas. aor. inf. eol. διεξάχθην Milet 1(3).152.25 (II a.C.)]
I en sent. fís.
1 c. mov. ‘hacia donde’ conducir, hacer pasar a través de, hacer cruzar hasta superar o dejar atrás, c. διά y gen.
διεξαγαγὼν ... διὰ τούτων (τῶν πυλῶν) τὴν δύναμινconduciendo a su ejército a través de estas puertas D.S.14.20
•abs.
τροφὴ διεξάγουσαalimento laxante Aret.CA 2.5.5.
2 c. mov. ‘desde donde’ extraer, sacar
τοὺς ... βίους διεξαγαγόντες ἀπὸ τῶν ἐκ τῆς χώρας γεννημάτωνsacando sus recursos de los productos del país Plb.1.71.1.
II fig., no direccional
1 c. ac. de pers. o de rel. y determ. modal. conducirse con, comportarse con, tratar
τοὺς δὲ συμμάχους ... ἐν τῇ πάσῃ φιλανθρωπίᾳ διεξῆγενPlb.3.77.4,
τὰ πρὸς αὐτοὺς εἰρηνικῶς δ.LXX 2Ma.10.12,
εὐσεβῶς ... τὰ ποτὶ τοὺς θεούςIG 92(1).583.57 (Acarnania III a.C.)
•sin ac. conducirse, comportarse
καλῶς ... καὶ καταξίως τῶ θεῶ διεξάγοντεςICr.2.12.21.24 (Eleuterna III/II a.C.),
πῶς δεῖ διὰ τῶν συμποσίων δ.;Aristeas 286,
ἱλαρῶς δ.tener una estancia agradable, pasarlo bien Aristeas 182.
2 c. ac. llevar a término, completar, terminar
ἐμ πᾶσιν ἀκερδῶς ... τὸν ἐνιαυτὸν διεξαγάγοντεςIG 5(1).26.7 (Amiclas II/I a.C.),
τοῦ κόσμου ... τὸν ἑαυτοῦ κύκλον διεξάγοντοςCleom.1.4.76, en v. pas.
ὁ σπόροςPTeb.703.49 (III a.C.),
ὅπως διὰ σοῦ ἕκαστα διεξαχθῇPTeb.765.9 (II a.C.).
3 vivir, recorrer el camino de la vida
κατὰ τὴν σεμνὴν νομοθεσίανAristeas 5,
καθαρειότερα διεξάγωνBGU 1881.4 (I a.C., cf. BL 8.49),
πολλοὺς ... χρόνους τούτῳ τῷ βίῳ διεξαγαγόνταςD.S.1.43, cf. 3.19,
ἐν ἡσυχίᾳ καὶ ἀταραξίᾳ δ. τὸ λοιπὸν τοῦ βίουArr.Epict.1.10.2,
ψυχὴν ... ἄφοβον καὶ ἀκύμονα διεξαγαγεῖνPlu.2.1090b,
μετὰ πλείστης φαντασίαςVett.Val.37.29,
ἔστιν αὐτοῖς ᾗ πεφύκασιν ... δ.les es posible vivir su vida conforme a su naturaleza Plot.1.4.1.
III usos téc.
1 admin. o milit. llevar, ejercer, desempeñar cargos o magistraturas
ἀσφαλῶς ἤδη τὰ κατὰ τὴν ἀρχὴν διεξῆγενejerció ya con seguridad el mando militar Plb.1.9.6, cf. IG 22.1006.85 (II a.C.), D.S.19.52,
τὴν ταμίειανIG 22.1326.38 (II a.C.),
τὰ ... κατὰ τὰν δαμιουργίαν καλῶς καὶ φιλοδόξωςTit.Cam.110.41 (II a.C.),
ἀνεγκλήτως τὴν κατὰ τὸ γυ[μνάσιο]ν ἀρχήνREG 109.1996.3 (Janto II a.C.),
τὰ κατὰ τὴν στρατηγίανPTeb.790.2 (II a.C.), cf. PXV Congr.13.5 (I d.C.),
τὰ κατ[ὰ τ]ὴν ἐπισ(τατείαν) τ[ῆς κ]ώ(μης)PTeb.13.17 (II a.C.),
τὰ κατὰ τὴν κωμογρ(αμματείαν)PHeid.298.1 (II d.C.), cf. POxy.3089.4 (II d.C.)
•administrar, encargarse de los recursos y tareas propios del cargo
τὰ ἐγχειρισθέντα αὐτῷ ὡς ἦν προσῆκονIGLS l.c.,
ἐν ἀρχείοις ... γενόμενος διεξαγείωχεν πάντα μισοπονήρωςIMylasa 102.13 (II/I a.C.), en v. pas.
τὰς προσόδους τούτων (τῶν ἱερῶν) καὶ τἆλλα διεξάγεσθαι ὑπ' αὐτοῦSEG 37.1010.39 (Misia III a.C.)
•gener. gobernar, dirigir
νόμος ... καθ' ὃν διεξάγεται τὰ γινόμεναuna ley ... que gobierna el curso de los acontecimientos Plu.2.568d, cf. D.L.7.149.
2 jur., polít. resolver, solventar, llevar a buen término conflictos o problemas jurídicos
λόγῳ διεξάγειν τὴν ... ἀμφισβήτησινresolver mediante negociaciones el litigio Plb.5.1.5,
κόσμοι ... διεξαγόντων ταῦτα ... κατὰ τὸ δοχθὲν κοινᾷ σύμβολονICr.3.3.4.70 (Hierapitna II a.C.), en v. pas.
τὰ ἐνεστάκοντα παρ' ἑκατέρων ἐγκλήματα ... διεξάχθην ὄρθωςMilet 1(3).152.25 (II a.C.),
ἔρχεσθαι ἐπὶ τὸ κριτήριον μέχρι τὰ καθ' ἡμᾶς διεξαχθῆναιPTor.Choachiti 12.2.30 (II a.C.).
3 llevar a cabo, celebrar juicios, juzgar
τάς τε δαμοσίας δίκας καὶ τὰς ἰδ[ι]ωτικάςMilet 1(3).153.8 (II a.C.),
τὰς [κρ]ίσεις ἴσω[ς καὶ δικαίω]ςIG 9(2).507.21 (II a.C.), cf. 4.1.19 (Egina II a.C.), 7.4131.8 (II a.C.), en v. pas.
τὰς ... κρίσεις ... διεξάγεσθαι ... κατὰ τοὺς τῆς χώρας νόμουςCOrd.Ptol.53.219 (II a.C.),
ἵνα τό τε δίκαιον αὐτοῖς ἐπὶ τόπου διεξάγηταιpara que se les administre justicia en el lugar Plb.4.73.8, cf. IEphesos 7.2.8 (I a.C.)
•tb. en cont. agonístico, llevar a cabo, celebrar en v. pas.
διεξαγομένων τῶν τε ἀγώνων καὶ τᾶς παναγύριος κατὰ τὰ πάτριαIG 92(1).583.25 (Acarnania III a.C.).