< διεντίθημι
Διένυσος >
διεντυπόω
grabar
,
estampar
en v. pas., fig.
τοῦ Χριστοῦ σταυρὸς διεντετυπωμένος ταῖς ἀρεταῖς
Ath.Al.M.28.1549C.