< διέμπαιγμα
διέμπιλος >
διεμπήγνυμαι
encajar
ἴτυς· ἡ ἁψίς, εἰς ἣν αἱ ἀπὸ τῆς χοινίκιδος διεμπήγνυνται
Sch.Er.
Il
.5.724 (var.).