διελλαμβάνω
llevar, organizar en v. pas.
λόγος ... πολλαῖς ὁδοῖς διενειλημμένοςde un discurso confuso, Luc.Philopatr.1 (pero quizá l. διενειλημέν- de διενειλέω).
λόγος ... πολλαῖς ὁδοῖς διενειλημμένοςde un discurso confuso, Luc.Philopatr.1 (pero quizá l. διενειλημέν- de διενειλέω).