< διεκφάντωρ
διεκφεύγω >
διεκφέρω
1
intr.
desembocar
las bocacalles en la calle principal,
Fr.Lex.II
s.u.
†ἀγυγαί
.
2
tr. en v. med.
drenar
,
desaguar
διῶρυξ διεκφέρεται τὰ ὕδατα
SB
13793.20 (II d.C.).