< διεκφοιτάω
διεκφυγή >
διεκφυγγάνω
escapar de
,
curarse
c. ac.
ὀλίγαι διεκφυγγάνουσιν αὐτήν (τὴν νόσον)
pocas salen con bien de la enfermedad
Hp.
Nat.Mul
.38.