διεκτρέχω
1 pasar a través de, atravesar c. ac.
ὁππόταν ... ἠέλιος Κριὸν διεκτρέχῃOrph.Fr.285.5,
(ἀγγεῖα)Ph.Bel.77.36, c. διά y gen.
δι' ἐκείνου στενοῦ ... χωρίουD.P.Au.3.8.
2 intr. abalanzarse, lanzarse I.AI 5.161 (cód.),
κυνὸς διεκδραμόντοςPlu.2.490d, fig.
πρὸς τὸ χεῖρον ἀεὶ διεκτρέχωνCyr.Al.M.68.956C.