διεκτελέω
1 llevar a término, realizar
(ταῦτα)PMag.4.2107,
τά τε ἄλλα ὁμοίως τῇ προτέρᾳ βιοτῇEuagr.Schol.HE 1.21 (p.32.4).
2 pasar la vida Chry.Hie.Enc.in M.2 (p.337.33).
(ταῦτα)PMag.4.2107,
τά τε ἄλλα ὁμοίως τῇ προτέρᾳ βιοτῇEuagr.Schol.HE 1.21 (p.32.4).