< διεκσείω
διέκτασις >
διεκσώζομαι
escaparse
,
salvarse
τὸν πρῶτον στρεφθέντα εἰς φυγὴν ... Ὅμηρος οὐκ ἐᾷ διεκσωθῆναι
Eust.519.31.