< διεκμηρύομαι
διεκνέομαι >
διεκμυζάω
sorber
διεκμυζῶντες ἀνασπῶσι μέρος τῆς τρυγός
Gp
.7.15.2
•
tb. en v. pas., Ps.Caes.76.8.