διεκλύω
1 apartar obstáculos
τὰς ὑπερθέσεις διεκλύουσιVett.Val.173.22, tb. en v. med.
τῷ διεκλύεσθαι τὴν τάσιν τοῦ λίθουAlex.Aphr.Pr.1.135.
2 en v. med., medic. resolverse un absceso, Gal.19.70.
τὰς ὑπερθέσεις διεκλύουσιVett.Val.173.22, tb. en v. med.
τῷ διεκλύεσθαι τὴν τάσιν τοῦ λίθουAlex.Aphr.Pr.1.135.