διεκθέω
• Alolema(s): διεκθείω Aret.CA 2.8.3
I intr.
1 lanzarse a través de, precipitarse del relámpago
βιαίως ἄχρι τῆς γῆς διεκθέονArist.Mu.395a22
•pasar a través c. gen.
διεκθεῖν τῶν (ἐχόντων) μανοτέρους (πόρους)Plu.2.916e, c. διά:
δι' ὧν φωναί τε καὶ ὀσμαὶ διεκθέουσινPlu.2.666b
•salir
ἐν οὐρήσει διεκθείουσι οἱ λίθοιAret.l.c.
2 correr de un lado para otro
τῶν φευγόντων Συρακουσίων ... καὶ διεκθεόντωνPlu.Dio 30.
II tr.
1 hacer salir, precipitar hacia afuera de la bilis
διεκθέει ἐς ἔμετον τὰ ἐν τῷ στομάχῳ ἁλιζόμεναAret.SA 2.5.1.
2 sobrepasar corriendo, a la carrera
αὐτούςApp.BC 2.80.
3 traspasar
αἱ πληγαὶ ... τὰ δ' ἄλλ' ἀδήλως διεκθέουσαι λανθάνουσινPlu.2.589d.